- καμέλια
- η(λ. γαλλ.), είδος φυτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμέλια — Δενδρύλλιο ή αειθαλής θάμνος της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ιαπωνία· γι’ αυτό έλαβε την επιστημονική ονομασία κ. η ιαπωνική. Στην Ευρώπη μεταφέρθηκε στα τέλη του 17ου αι. και από τότε καλλιεργείται κυρίως σε γλάστρες για … Dictionary of Greek
καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… … Dictionary of Greek
τεΐα — (thea). Γένος φυτών της οικογένειας των τερνστραμειοειδών, που αριθμεί είδη θάμνων της Ινδίας και της Κίνας. Το αξιολογότερο φυτό του γένους είναι η καμέλια η σινική (thea sinensis), θάμνος που φτάνει τα 10 μ. ύψος αλλά οι καλλιεργητές του δεν το … Dictionary of Greek
τεϊόδενδρο — το, Ν (βοτ. γεωπ.) λόγια ονομασία τού αειθαλούς φυτού Camellia [ή Thea] sinensis, που ανήκει στο γένος καμέλια τής οικογένειας τεΐδες και καλλιεργείται για τα νεαρά φύλλα και τους φυλλοφόρους οφθαλμούς του, από τα οποία παρασκευάζεται το τονωτικό … Dictionary of Greek